-
1 ταχύ
ταχύ, wie ϑοός u. ὠκύς, schnell, rasch, eilig; Hom. gew. von der Geschwindigkeit des Gehens od. Laufens, von Menschen und Thieren; auch mit dem Zusatze πόδας ταχύς, Il. 17, 709 u. öfter; ταχὺς ϑέειν, Od. 17, 308; Tragg. u. in Prosa; Ggstz βραδύς, Plat. Tim. 80 d; Folgde überall; πρὸς ὀργήν, Plut. Cat. min. 1. – Uebtr., ἐλπίς, Pind. P. 1, 83; auch ταχειᾶν παλαμᾶν, P. 4, 202; κἀπὶ τοῖσδε τὴν χάριν ταχεῖαν πρόςϑες, Soph. Trach. 1245; ταχεῖαν ὡς ἐμοὶ σκέψιν ἐσιτάττεις, Plat. Soph. 226 c. – Adv. ταχέως, Il. 23, 365; Hes. Th. 103 u. einzeln auch in Prosa; umschrieben, διὰ ταχέων, Thuc. 1, 80. 3, 109; Plat. Apol. 32 d; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 808. – Compar. und superl., – a) regelmäßig, aber unattisch, ταχύτερος, ταχύτατος, einzeln bei Dichtern, wie ταχυτάτων ἁρμάτων Pind. Ol. 1, 77; im compar. bei Her. die herrschende Form, vgl. Lob. Phryn. 77; auch adv. ταχύτερον, Her. 4, 127. 9, 101; S. Emp. adv. phys. 2, 152. – b) gew. compar. ϑάσσων, ϑᾶσσον, und att. ϑάττων, ϑᾶττον; Hom.; Pind. ἵππ ου ϑᾶσσον καὶ ναός, Ol. 9, 24; P. 4, 181; Att. – Das adverbial gebrauchte neutr. ϑᾶσσον ist nicht selten in der Bdtg vom Positiv nicht zu unterscheiden, Il. 2, 440. 4, 64 Od. 16, 130 u. sonst; οὐ ϑᾶσσον οἴσεις, Soph. Trach. 1173; οὐκ εἰς ὄλεϑρον; οὐχὶ ϑᾶσσον, O. R. 430, u. öfter; ἐὰν ϑᾶττον, so schnell als, sobald als, bes. Sp. – Superl. τάχιστος, Her. u. Folgde überall; Hom. braucht nur τάχιστα als adv. u. ὅτι τάχιστα, so schnell wie möglich, Il. 4, 193 u. öfter; ὅσον τάχιστα, Soph. Ant. 1090 El. 1425; ὡς τάχιστα, Pind. Ol. 13, 79 u. Folgde; bei Her. ὡς τάχιστα, gewöhnlich durch einige Wörter getrennt, = sobald als, 1, 11. 65. 80. 213 u. sonst; τὴν ταχίστην, sc. ὁδόν, auf dem schnellsten Wege, aufs Schnellste, 1, 73. 81. 86 u. Sp., wie Pol. 1, 33, 4. – c) bei Sp. häufig ταχΐων, τάχῑον, wie D. Hal., D. Sic. 20, 92, Plut.; desto seltener bei den Attikern, s. Piers. bloorie p. 436 Mein. ökon. 144.
См. также в других словарях:
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek
ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek